-
1 στίχος
A row or file of soldiers, X.Lac.11.5,8, Eq.Mag.3.9, v.l. for στοιχ- in Cyr.8.3.9; of trees, Id.Oec.4.21, PFay.111.24 (i A.D.); of numbers, Pl.Phd. 104b; of the cells in a honey-comb, Arist.HA 624a11; course of masonry, SIG247 ii 72 (Delph., iv B.C.).2 old name for λόχος, Ascl.Tact.2.2, cf. Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.1.II line of poetry, verse, Ar.Ra. 1239, Arr.Epict. 2.23.42, BGU 1026xxii 18 (iv A.D.), etc.; ἡρωϊκοὶ ς. Pl.Lg. 959a; τὸν βίον ἔθηκας εἰς στίχον, i.e. have described life in one line, Nicostr. Com.28; but used of a couplet, BMus.Inscr. 1074 ([place name] Coptos); defined by Heph.Poëm.1, cf. Sch.Heph.p.262 C.b line of prose, of about the same length as the average hexameter verse, viz., about 15 or 16 syllables, used in reckoning the compass of a passage or work, D.H.Th.10,13,19,33, Gal.2.227, 5.656 (cf. 655), 10.781, 15.9, al., Anon. in Tht.3.32, Ath.13.585b, Men.Rh.p.434 S., PLond. in Zentralblatt für Bibliothekswesen Beiheft 61.88 (iii A.D.), PFlor.371.19, 23 (iv A.D.), Simp.in Cat.18.20; rarely used in citations, κατὰ τοὺς διακοσίους ς. D.L.7.33, cf. 187, 188; ὡς πρὸ σ' στίχων τοῦ τέλους Sch. Orib.4p.532, cf. p.534, al.III ἐκτὸς τοῦ ς.,= Lat. extra ordinem, OGI441.64 (Lagina, i B.C.).IV Philos.,=συστοιχία 11
, series, order, Plot.5.3.14 (v.l. στοῖχος); causal chain, Id.6.7.6 ( στοῖχος Volkmann). -
2 διΐστημι
A set apart, separate,τοὺς λόχους Th.4.74
; ;διέστησεν [αὐτοὺς] εἰς μέρη πολλά D.18.61
;ζῶντας ἡμᾶς οὐθὲν ἀλλήλων διέστησε Plu.Ant.84
:—[voice] Pass.,κίονες διεστάθησαν Callix.2
.2 set one at variance with another,τινά τινος Ar. V.41
, Th.6.77; δ. τὴν Ἑλλάδα divide it into factions, Hdt.9.2;δ. τοὺς πένητας ἀπὸ τῶν εὐπόρων D.H.9.17
.3 μέσας διαστήσας ἡμέρας δύο having left an interval of two days, Epigr.Gr.996.7, cf. BKT3.20.II more freq. in [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:—stand apart, be divided, Il., mostly in [tense] aor. 2, 24.718, al.: once in [tense] impf. [voice] Med., θάλασσα διΐστατο the sea made way, opened, 13.29; yawning wide,S.
OC 1662;τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῦ Hdt.7.129
; διεστῶτα, opp. ἡνωμένα, Chrysipp.Stoic.2.124, al.; ἔτους διεστῶτος after an interval of a year, SIG344.119 ([place name] Teos).b stand with legs apart, Luc.Ner.7.2 of persons, stand apart, be at variance,διαστήτην ἐρίσαντε Il.1.6
;εἴ τινές που διασταῖεν Th.1.18
; διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων sided with one or the other party, ib.15;κατὰ πόλεις διέσταμεν Id.4.61
;διεστηκότες εἰς δύο D.10.4
, cf. 18.18;ἐρίζειν καὶ διεστάναι Id.2.29
; simply, differ, be different,πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Pl.R. 550e
;πρὸς ἄλληλα Arist.Pol. 1256a29
, cf.Po. 1448a17;ἡ ἀριστοκρατία διέστηκεν ἀπὸ ταύτης πολὺ τῆς πολιτείας Id.Pol. 1289b3
; not homogeneous,Hp.
Aph.7.33.b of an army, retire, Plb.10.3.6.4 stand at certain distances or intervals, Hdt.2.66; of guards in a row, Id.3.72; of post-stations, Id.8.98; of soldiers,δ. κατὰ διακοσίους Th.4.32
; διάστηθι mark distances! a word of command, Ael. Tact.12.11: Geom., ἴσα ἀπ' ἀλλάλων διέστακεν are equi distant from one another, Archim.Aequil.1.6.III [voice] Med., sts. trans., separate,γεώδη γένη διϊστάμενοι Pl.Ti. 63c
: chiefly in [tense] aor. 1,δ. τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον
contrast,Id.
R. 360e; ἀράχνια, of spiders, spread, Theoc.16.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διΐστημι
-
3 δι-ίστημι
δι-ίστημι (s. ἵστημι), auseinanderstellen, gesondert aufstellen; τοὺς λόχους Thuc. 4, 74; trennen, unterscheiden, κατ' εἴδη, ἐν τάξει, Plat. Phil. 23 d Rep. X, 617 d; εἰς μέρη, Dem. 18, 61, u. Sp; neben διακόπτω, Plut. Pomp. 19; τὶ ἀπό τινος, dem χωρίζειν entsprechend, Symp. 4, 1, 3, vgl. D. Hal. 9, 17; ἡμᾶς ἀλλήλων, Anton. 84; τίτινος, davon unterscheiden, Ath. VII, 803 d. Auch im med. praes. u. aor., γένη Plat. Tim. 63 c; τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον Rep. II, 360 e. – Dah. τὸν δῆμον, veruneinigen, Ar. Vesp. 41; vgl. τὴν Ἑλλάδα Her. 9, 2; Xen. Hell. 2, 2, 35; Thuc. 6, 77, τινά τινος; Luc. D. Mort. 14, 2. – Häufiger im med. u. perf. nebst aor. II. act., sich auseinanderstellen, trennen, Ggstz von συνάγεσϑαι, Plat. Tim. Locr. 101 a; ϑάλασσα διίστατο Il. 13, 29; vgl. 17, 391. 24, 718; διαστὰν γᾶς βάϑρον, auseinander klaffend, Soph. O. C. 1653; τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῠ Her. 7, 129; – bes. feindlich, διαστήτην ἐρίσαντε Il. 1, 6; τίη δὴ νῶι διέσταμεν Iliad. 21, 436; – διέστησαν χωρίς Her. 8, 16, sie trennten sich; nach dem Kampfe auseinander gehen, 1, 76; vgl. Isocr. 5, 38; πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Plat. Rep. VIII, 550 e; κατὰ πόλεις διέσταμεν, sind getrennt, Thuc. 4, 61; διέστησαν κατὰ διακοσίους, sie stellten sich abgesondert in Haufen von zweihundert Mann auf, 4, 32; vgl. Xen. An. 1, 5, 2; πολὺ διεστώσας τάς τε – καὶ τὰς – γνώμας εὑρήσομεν Isocr. 1, 1; ἡ Πελοπόννησος διειστήκει Dem. 18, 18, hatte sich in Parteien getrennt, wie εἰς δύο 10, 4; ἐς συμμαχίαν ἑκατέρων Thnc. 1, 15; πόλεως διεστώσης Plut. Num. 17; πρὸς ἄλληλα Arist. Pol. 1, 8, u. Sp.
-
4 διιστημι
(fut. διαστήσω, aor. 1 διέστησα; для неперех. знач. - aor. 2 διέστην, pf. διέστηκα, ppf. διειστήκειν)1) расставлять, размещать(τοὺς λόχους Thuc.)
διιστάμενοι πρὸς ἀλλήλους Arst. — находясь на расстоянии друг от друга;θάλασσα διΐστατο Hom. — (широко) расстилалось море;med. — расставлять, раскидывать (ἀράχνια λεπτά Theocr.)2) раскалывать, расщеплять(ξύλον Arst.)
3) раскрыватьτοῖς διισταμένοις (sc. ὀφθαλμοῖς) Arst. — при (широко) раскрытых глазах
4) разделять, раздроблять, расчленять(τέν Ἑλλάδα Her.; τοὺς Ἕλληνας εἰς μέρη Dem.; διέκοπτεν αὐτοὺς καὴ διΐστη ὅ πολέμιος Plut.)
5) отделять, различать, отличать(ἡδονέν ἀπὸ τῆς ὑγιείας Plut.; med. γένη Plat.)
6) разлучать, склонять к отпадению(τινά τινος Thuc., Arph.)
7) лог. разлагать, делить(κατ΄ εἴδη Plat.)
8) отходить, отступать(οἱ πολέμιοι διέστησαν Polyb.)
9) расступаться, расходиться, разделяться, разлучатьсяἀγωνιζόμενοι διέστησαν χωρίς Her. — после боя (войска) разошлись;
διέστησαν κατὰ διακοσιους Thuc. — они разбились на группы по двести человек;ἥ διάστασις τῶν διεστηκότων Arst. — расстояние между удаленными друг от друга предметами;διαστήτην ἐρίσαντε Hom. — (Атрид и Ахилл) разошлись в ссоре;ἥ Πελοπόννησος ἅπασα διειστήκει Dem. — весь Пелопоннес был охвачен междоусобиями;ὅ δῆμος διέστη Plat. — народ разделился на (враждебные) партии;τοῦ ἀνδρὸς διαστᾶσα Plut. — разведенная жена10) расседаться, раскалыватьсяτὰ διεστεῶτα Her. — расселины, трещины
11) различаться, отличаться(πρὸς ἀλλήλους Arst.)
πλούτου ἀρετέ διέστηκεν (pf. = praes.) Plat. — богатство и добродетель вещи разные;πολὺ διεστῶτα или διεστηκότα Arst. — весьма различные вещи;ἐν ταύτῃ τῇ διαφορᾷ καὴ ἥ τραγῳδία πρὸς τέν κωμῳδίαν διέστηκεν Arst. — в этом же состоит и отличие трагедии от комедии
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς … Dictionary of Greek
Μπότσαρης, Μάρκος — (Σούλι 1790 – Καρπενήσι 1823). Αγωνιστής του 1821. Γιος του Κίτσου Μ., υπήρξε από τις επιφανέστερες και ηρωικότερες μορφές της Επανάστασης. Παρακολούθησε από νεαρή ηλικία τον πατέρα του σε όλες τις ενέργειές του εναντίον του Αλή. Διέμεινε στην… … Dictionary of Greek